περίτρανος

περίτρανος
-η, -ο / περίτρανος, -ον ΝΜΑ
απόλυτα σαφής, καταφανής και πειστικός (α. περίτρανη απόδειξη» β. «περίτρανος ῥήτωρ»)
νεοελλ.
φημισμένος, περίφημος
μσν.-αρχ.
αυτός που ακούγεται καθαρά
αρχ.
φρ. «περίτρανα λαλώ» — μιλώ με τέλεια άρθρωση.
επίρρ...
περιτράνως ΝΜΑ και περίτρανα Ν
με απόλυτη σαφήνεια και πειστικότητα
αρχ.
με πολύ δυνατή και καθαρή φωνή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περίτρανος — very distinct masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίτρανος — η, ο επίρρ. α ο πολύ τρανός, ολοφάνερος: Περίτρανη απόδειξη, περίτρανο παράδειγμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιτράνως — περίτρανος very distinct adverbial περίτρανος very distinct masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίτρανον — περίτρανος very distinct masc/fem acc sg περίτρανος very distinct neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιτράνου — περίτρανος very distinct masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιτράνῳ — περίτρανος very distinct masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίτρανα — περίτρανος very distinct neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”