- περίτρανος
- -η, -ο / περίτρανος, -ον ΝΜΑαπόλυτα σαφής, καταφανής και πειστικός (α. περίτρανη απόδειξη» β. «περίτρανος ῥήτωρ»)νεοελλ.φημισμένος, περίφημοςμσν.-αρχ.αυτός που ακούγεται καθαράαρχ.φρ. «περίτρανα λαλώ» — μιλώ με τέλεια άρθρωση.επίρρ...περιτράνως ΝΜΑ και περίτρανα Νμε απόλυτη σαφήνεια και πειστικότητααρχ.με πολύ δυνατή και καθαρή φωνή.
Dictionary of Greek. 2013.